- λουγκόλ
- το(φαρμ.) ιωδιούχο διάλυμα που χρησιμοποιείται, με λήψη από το στόμα, στις παθήσεις τού θυρεοειδούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lugol < όν. γαλλ. γιατρού J. G. Α. Lugol].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδομήτριο — Βλεννογόνος που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας. Περιλαμβάνει τους ενδομήτριους αδένες και το χόριο, έναν συνδετικοαγγειακό ιστό γύρω από αυτούς. Η πυκνότητα, η δομή και η κυτταρική μορφή του εξαρτώνται από την έκκριση θυλακίνης και ωχρίνης της … Dictionary of Greek